- συμπαθές
- συμπαθήςaffected by like feelingsmasc/fem voc sgσυμπαθήςaffected by like feelingsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμπαθες — συμπάσχω have the same thing happen to one aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπαθές — συμπαθές , συμπαθής affected by like feelings masc/fem voc sg συμπαθές , συμπαθής affected by like feelings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοαρέσω — και καλαρέσω (συν. στο γ πρόσ.) καλοαρέσει ή καλαρέσει είναι αρεστό, ευχάριστο ή συμπαθές («δεν μού καλοαρέσει αυτός ο άνθρωπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + αρέσω] … Dictionary of Greek
συμπαθοπρεπώς — Μ επίρρ. με τρόπο που αρμόζει σε πρόσωπο συμπαθές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *συμπαθοπρεπής (< συμπαθής + πρεπής [< πρέπω], πρβλ. αρχαιο πρεπής) + επιρρμ. κατάλ. ῶς … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
ԱԽՏԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0018 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 12c, 13c գ. συμπάθεια, το συμπαθές commiseratio, humanitas, eadem pati Կարեկցութիւն. վշտակցութիւն. չարչարակցութիւն. ցաւակցութիւն. *Ախտակցութեանն յուզումն ... Մարդ՝ առ ʼի նմանապէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎՇՏԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0829 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 13c գ. συμπάθεια, τὸ συμπαθές commiseratio. Ցաւակցութիւն. կարեկցութիւն. ախտակցութիւն. գութ. *Ողորմելիք հիւանդութեամբ, վշտակցութեամբ ողորմագոյնք: Որ առ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия